-
1 κακόξενος
II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc. 558 (v.l. for ἐχθρόξ-), AP7.699, Lyc.1286: [comp] Comp.,Σκυθῶν -ώτεροι Jul.Ep. 89b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόξενος
См. также в других словарях:
κακόξενος — κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.) 2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) *… … Dictionary of Greek